- καιροφυλακώ
- καιροφυλακῶ, -έω (Α)φροντίζω, περιποιούμαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < καιρός + -φυλακώ (< -φύλαξ < φύλαξ), πρβλ. ημερο-φυλακώ, σωματο-φυλακώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καιροφυλακῶ — καιροφυλακέω watch for the right time pres subj act 1st sg (attic epic doric) καιροφυλακέω watch for the right time pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καιροφυλακία — καιροφυλακία, ἡ (Α) [καιροφυλακώ] το να περιμένει κάποιος την κατάλληλη ευκαιρία για να κάνει κάτι … Dictionary of Greek
καιρός — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση της ευκαιρίας, της ευνοϊκής χρονικής στιγμής. Προσωποποιήθηκε για πρώτη φορά στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. Τον θεωρούσαν νεότατο γιο του Δία και υπήρχε βωμός του στην Ολυμπία. Ο ποιητής Ίων, από τη Χίο, είχε… … Dictionary of Greek